Είδα κι εγώ το Adolescence!
Πώς θα μπορούσα άλλωστε να μην το δω; Το θέμα επανερχόταν συνεχώς στις Συμβουλευτικές Γονέων. Πώς μπορούν να προστατέψουν τα παιδιά τους; Όχι μόνο από τον ρόλο του θύματος, αλλά και από εκείνον του θύτη.
Ακριβώς όπως αναρωτιέται και ο πατέρας του Jamie:
«Για ποιο λόγο διέπραξε το παιδί μου αυτό το έγκλημα;» και «Τι κάναμε λάθος – αν κάναμε λάθος – ως γονείς;»
Μια αναζήτηση που συνοδεύεται από μια εμφανή αντίσταση στο να αναγνωρίσει τη δική τους ευθύνη μέσα σε όλο αυτό, εστιάζοντας περισσότερο στην επιρροή των social media και των συνομηλίκων.
Ας τα πάρουμε από την αρχή…
Η σειρά αποτελείται από τέσσερα επεισόδια, καθένα από τα οποία εστιάζει σε ένα πολύ συγκεκριμένο ζήτημα:
- Το πρώτο επεισόδιο επικεντρώνεται στη σύλληψη του 13χρονου Jamie, η οποία αποτελεί την άμεση συνέπεια όσων έχουν προηγηθεί το προηγούμενο βράδυ.
- Το δεύτερο επεισόδιο ασχολείται με το σχολικό σύστημα, αγγίζοντας θέματα όπως ο εκφοβισμός, η επιρροή των συνομηλίκων και ο ιδιαίτερος κώδικας επικοινωνίας των εφήβων μέσω emoji. Επιπλέον, αναφέρεται στην incel (involuntary celibate) κουλτούρα, που στα ελληνικά αποδίδεται ως «ακούσια αγαμία». Ο όρος περιγράφει άτομα που επιθυμούν να έχουν ερωτικές ή σεξουαλικές σχέσεις αλλά, για διάφορους λόγους, δεν μπορούν να τις αποκτήσουν. Συχνά συνδέεται με διαδικτυακές κοινότητες ανδρών που βιώνουν απογοήτευση λόγω της έλλειψης ρομαντικών σχέσεων, αποδίδοντας την ευθύνη στις γυναίκες ή την κοινωνία.
- Το τρίτο επεισόδιο εστιάζει στον πρωταγωνιστή–θύτη. Αναλύει την ψυχοσύνθεσή του και τις πεποιθήσεις του για τα φύλα και τη σεξουαλικότητα, ψάχνοντας τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις του. Ακόμη εστιάζει στη σχέση του με τους γονείς του—με ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση με τον πατέρα του.
- Το τέταρτο επεισόδιο επικεντρώνεται στο οικογενειακό σύστημα, με τον πατέρα να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, αποτυπώνοντας τον τρόπο με τον οποίο η δυναμική της οικογένειας επηρεάζει και επηρεάζεται από τα γεγονότα.
Στο πρώτο επεισόδιο:
ο Jamie, ως ανήλικος, έχει το δικαίωμα να επιλέξει ένα πρόσωπο ως “appropriate adult” (νόμιμος συνοδός ανηλίκου” ή “ενήλικας εκπρόσωπος”). Αυτό το πρόσωπο θα τον συνοδεύει στις ανακρίσεις, στις εξετάσεις και σε ό,τι άλλο απαιτείται. Η επιλογή του να καλέσει τον πατέρα του γεννά ερωτήματα για τη δυναμική της σχέσης τους και τα πιθανά «θολά» σημεία που τη χαρακτηρίζουν.
Όταν, αργότερα, η ενοχή του Jamie αποδεικνύεται μέσα από το βίντεο και οι δυο τους μένουν μόνοι στο δωμάτιο, ο πατέρας του αποστρέφει το βλέμμα. Από τη μία, αυτή η αντίδραση μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογική, ως αποτέλεσμα του σοκ. Από την άλλη, όμως, φωτίζει τα υποβόσκοντα προβλήματα στη σχέση πατέρα-γιου—μια απόσταση και μια έλλειψη στήριξης που, όπως αποκαλύπτεται στο τρίτο επεισόδιο, ο Jamie βίωνε από μικρή ηλικία.
Στο δεύτερο επεισόδιο:
αποκαλύπτονται οι δυσλειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Παρουσιάζεται ότι το bullying μπορεί να εκδηλώνεται μέσω των social media από άτομα υπεράνω υποψίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τρόπο με τον οποίο η χρήση των emoji λειτουργεί ως μέσο κάλυψης και κωδικοποίησης αυτής της συμπεριφοράς. Οι ντετέκτιβ καλούνται να κάνουν ακριβώς αυτό—να αποκωδικοποιήσουν τη γλώσσα των εφήβων. Χωρίς αυτή την κατανόηση, δεν θα μπορέσουν να βρουν την άκρη του νήματος και να αποκαλύψουν την αλήθεια.
Ποια μπορεί να είναι εδώ η λύση;
Η λύση δεν είναι να αποκοπεί ένας έφηβος από τα social media. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε απομόνωση.
Αντίθετα, η πραγματική λύση βρίσκεται:
- στην κατάλληλη ψυχοεκπαίδευση γύρω από αυτόν τον ψηφιακό κόσμο
- στην κατανόηση των συνεπειών της υπερβολικής χρήσης
- στον τρόπο λειτουργίας αυτών των εφαρμογών
- και στο πώς οι ίδιες οι πλατφόρμες βασίζονται στη διαρκή αλληλεπίδραση των χρηστών τους, χάνοντας χρήματα κάθε φορά που ένα άτομο μένει inactive για αρκετή ώρα.
Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, πόση ασφάλεια νιώθει ένας έφηβος ώστε να μιλήσει ανοιχτά για ό,τι τον απασχολεί και διαταράσσει την καθημερινότητά του;
Πόση ασφάλεια ένιωθε ο Jamie, ώστε, αντί να κλειστεί στον εαυτό του και να προσπαθήσει να το διαχειριστεί όλο αυτό μόνος του, να απευθυνθεί σε κάποιο μέλος της οικογένειάς του; Τί θα είχε συμβεί τότε;
Μήπως, αν υπήρχε αυτό το αίσθημα εμπιστοσύνης και αποδοχής από την οικογένειά του, η ιστορία του να είχε εξελιχθεί διαφορετικά;
Στο τρίτο επεισόδιο:
ο συναισθηματικός κόσμος του Jamie αρχίζει να αποκαλύπτεται σταδιακά. Αναδύεται η πάλη ανάμεσα στο “καλό” παιδί που προσπαθεί να παραμείνει αποδεκτό και στον θυμωμένο έφηβο που θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να εκδικηθεί για την απόρριψη που έχει βιώσει. Πίσω από αυτή τη σύγκρουση, όμως, βρίσκεται ένας έφηβος που αναζητά απεγνωσμένα να ακουστεί και να γίνει ορατός.
Οι εναλλαγές στα συναισθήματά του είναι έντονες, δημιουργώντας στιγμές δυσφορίας και φόβου για τη ψυχολόγο. Ωστόσο, προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να μην αποκαλύψει το παραμικρό ίχνος φόβου. Όσο ο Jamie όμως νιώθει εκτεθειμένος, τόσο θυμώνει. Και όσο δεν λαμβάνει τις απαντήσεις που περιμένει, τόσο ματαιώνεται και αντιδρά ακραία.
Μέσα από τα λεγόμενά του αποκαλύπτονται:
- οι βαθύτερες πεποιθήσεις του για τον εαυτό του
- οι απόψεις του για τις ρομαντικές και σεξουαλικές σχέσεις
- και η στάση του απέναντι στο γυναικείο φύλο, – πεποιθήσεις που συχνά προβάλλονται και στο πρόσωπο της Ψυχολόγου.
Επίσης, ο λόγος του χαρακτηρίζεται από γενικεύσεις, οι οποίες αντανακλούν την εσωτερική του σύγκρουση, την ανάγκη του να βρει εξηγήσεις και, ταυτόχρονα, να αποδώσει ευθύνες έξω από τον εαυτό του.
Στο τέταρτο επεισόδιο:
η εστίαση μετατοπίζεται στον πατέρα και στον ρόλο του μέσα στην οικογένεια. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας φροντιστικός σύντροφος απέναντι στη γυναίκα του, όμως, σταδιακά, αποκαλύπτονται και άλλες πλευρές του χαρακτήρα του.
Σε ορισμένες στιγμές, εμφανίζεται νευρικός. Άλλες δείχνει επίμονος στα θέλω του, χωρίς να αφήνει περιθώρια στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να εκφράσουν τη δική τους άποψη. Και όλα αυτά ο πατέρας δεν τα κάνει συνειδητά…
Η μητέρα του Jamie, από την άλλη, εμφανίζεται ως μια συγκαταβατική φιγούρα. Μια γυναίκα που, ακόμα κι αν έχει διαφορετικές επιθυμίες, επιλέγει να ακολουθεί τον άντρα της, χωρίς να εκφράζει τη διαφωνία της.
Όταν ο Jamie καλεί τον πατέρα του στο τηλέφωνο για να του ανακοινώσει την απόφασή του σχετικά με την ενοχή του, ο πατέρας σοκάρεται ξανά και δεν απαντά.
Έτσι, για άλλη μια φορά, τα λόγια του Jamie πέφτουν στο κενό—μένουν αναπάντητα, ενισχύοντας το αίσθημα ότι αγνοείται.
Τί δείχνει η επιλογή του Jamie;
Δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει να μοιραστεί αυτή την καθοριστική απόφαση με τον πατέρα του. Υπάρχει λόγος που θέλει να τον κάνει κοινωνό αυτής της στιγμής: περιμένει μια απάντηση. Περιμένει μια αντίδραση, μια επιβεβαίωση της παρουσίας του πατέρα στη ζωή του στην πιο κρισιμη στιγμή. Μια επιβεβαιώση που να δείχνει ότι τελικά είναι αρκετός όπως είναι. Μια επιβεβαίωση αποδοχής που τόσο έχει ανάγκη.
Όμως, αυτή η απάντηση-επιβεβαίωση δεν έρχεται ούτε τώρα. Και η σιωπή γίνεται πιο εκκωφαντική από οποιαδήποτε λέξη.
Η πιο συγκλονιστική στιγμή της σειράς, κατά την άποψη μου, είναι το φινάλε. Ο πατέρας μπαίνει στο δωμάτιο του Jamie, όπου στρέφεται στο αρκουδάκι του γιου του, λέγοντας: «Συγγνώμη. Έπρεπε να τα είχα κάνει καλύτερα.»
Ακόμα και σε αυτή την ύστατη στιγμή, αποκαλύπτεται η αδυναμία του πατέρα να εκφράσει άμεσα τα συναισθήματά του στον ίδιο του το γιο. Επιλέγει να τα απευθύνει στο μεταβατικό αντικείμενο* του Jamie, σε μια σιωπηλή, έμμεση παραδοχή της αποτυχίας του.
Μια στιγμή οδυνηρή, που συμπυκνώνει όλα όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ!
———
* Το μεταβατικό αντικείμενο είναι ένα αντικείμενο (όπως ένα αρκουδάκι, μια κουβέρτα ή ένα αγαπημένο παιχνίδι). Συνήθως ένα παιδί το χρησιμοποιεί για συναισθηματική ασφάλεια και παρηγοριά, ιδιαίτερα στις πρώτες φάσεις της ανάπτυξής του.
Ο όρος προέρχεται από τον ψυχαναλυτή Donald Winnicott. Τα μεταβατικά αντικείμενα βοηθούν τα παιδιά να διαχειριστούν το άγχος του αποχωρισμού από τη μητέρα ή άλλες βασικές φιγούρες φροντίδας.
Στην περίπτωση του Jamie, το αρκουδάκι του λειτουργεί ως μια συμβολική προέκταση του εαυτού του. Έτσι, όταν ο πατέρας επιλέγει να ζητήσει «συγγνώμη» στο αρκουδάκι αντί για τον ίδιο, αποφεύγει τη συναισθηματική εγγύτητα και τη δύσκολη αντιπαράθεση με τον γιο του. Αυτό αντανακλά τη δυσκολία του να συνδεθεί ουσιαστικά μαζί του.